- ἐπισήμανσις
- ἐπι-σήμανσις, εως, ἡ,A marking, ἀπὸ ἐπισημάνσεως κεραυνῶν where lightning has left its mark, Arist.Pr.937b26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπισήμανσις — marking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισήμανση — η (AM ἐπισήμανσις) [επισημαίνω] νεοελλ. 1. σημάδεμα, μαρκάρισμα 2. έντονη και εμφαντική υπόδειξη, τονισμός 3. εκτύπωση σε γραμματόσημο ή ένσημο νέας αξίας ή άλλης ένδειξης 4. ναυτ. η τοποθέτηση σημάτων σε επικίνδυνα για τους ναυτιλλομένους σημεία … Dictionary of Greek
ἐπισημάνσεως — ἐπισημάνσεω̆ς , ἐπισήμανσις marking fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)